Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΝΟΙΞΑΜΕ ΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΚΥΛΗΣΕ Η ΣΙΩΠΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΤΑΣΙ

 Τώρα, είμαστε πια δικοί της και το δικό της το τραγούδι λέμε,

με τις ανάσες μας που σκαρφαλώνουν ως το ύστατο λαχάνιασμα

και με τα δάχτυλα που ψαύουν το κορμί της νύχτας (ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ)

 

Σκότωσε όλα τα περιστέρια κι έφτιαξε ένα μεγάλο πουπουλένιο μαξιλάρι.

Ύστερα έπεσε να κοιμηθεί εν ειρήνη (ΣΥΜΠΑΝ)

 

 Μεσοστρατίς νυχτώθηκα κι έστρωσα για να κοιμηθώ στην όχθη ενός ονείρου.

Κι ήρθαν νεράιδες και πήρανε την όραση και πήραν τη φωνή μου.

Έτσι, όταν ήρθε η αυγή,

χαιρέτησα τον ήλιο μ’ ένα χάδι (ΝΕΡΑΪΔΟΝΕΙΡΟ)

 

Το φεγγάρι απόψε, δάκρυ από τα μάτια τ’ ουρανού κυλάει.

Το ποτάμι απόψε, φίδι που με δάκρυ τρέφεται και πόνο,

την καρδιά μου πνίγει.

Η καρδιά μου απόψε, σαν πουλί,

που δίχως την αγάπη μένει,

κλαίει για το φεγγάρι (ΚΥΚΛΟΣ ΔΑΚΡΥΩΝ)

 

Ω, πόσο ήταν ωραίος έτσι, φιλημένος απ’ το θάνατο,

λίγο μετά από το σπασμό, λίγο πιο πριν από τη σήψη.

Κλειστά τα μάτια και μισάνοιχτά τα χείλη του,

λίγο μετά από το σπασμό, λίγο πιο πριν απ’ το τσιγάρο

 που τόσο είναι επιθυμητό ύστερα από τον έρωτα (ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ)   

 [Πέντε ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ  από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966: Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα, κάθε Ποίημα μια απόπειρα φωτός

Από την ίδια ενότητα ανθολογούνται και οι παρακάτω ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ:

Πρόσωπο Βουβό,    Νεκρή Φύση,   Ανασύνθεση

Τα μάτια σου,   Παρακμή,   Νεραϊδόνερο

Οδός,    Κατακόμβη και Το Πνεύμα της Ύδρας

Οι ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ ολοκληρώνονται με

ΤΡΕΙΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΗ ΦΘΟΡΑ (Ξενάγηση, Τετμημένος και Παρακμή) και τα

ΔΩΔΕΚΑ ΚΟΧΥΛΙΑ (Άνδρας, Καλοκαίρι, Βροχή, Άγαλμα, Προσευχή, Κέρδος, Φιλί, Ανθρακωρύχος, Ευαγγελισμός, Στιγμή, Έκλειψη και Τριζόνι)

 


ΠΡΟΣΩΠΟ ΒΟΥΒΟ (Διαπιστώσεις του Αργύρη Χιόνη στη συλλογή ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966)

Στην άκρη των χειλιών σου

κρέμεται το φως·

στα βάθη των ματιών σου

κατοικεί

η μουσική του λόγου.

Αν με κοιτάξεις

θα ’ναι σαν να μου μιλάς·

αν με φιλήσεις

θα ’ναι σαν να με φωτίζεις

 

ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ

Στη μια γωνιά,

ζωγράφισ’ ένα χέρι,

στην άλλη ένα λουλούδι.

Ύστερα, πήρε άλλο τελάρο

κι έβαλε

το λουλούδι μες το χέρι.

Στο τέλος,

τα ’σκισε και τα δυο

κι έφτιαξε μόνο

ένα χέρι ματωμένο,

γράφοντας από κάτω

«γαρίφαλο κομμένο»

 

ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ

Πρώτα, θα επιστρέψουμε

τα χέρια σου·

πάντα μου άρεσαν

όταν τα έφερνες

μέσα στον ασημένιο δίσκο.

Ύστερα,

ό,τι με τα χέρια σου έκρυβες·

η θλίψη σου

και η ήβη σου.

Κι  ύστερα

ό,τι αποκάλυπτες

με των ματιών τ’ αναπετάρισμα.

Έτσι, κομμάτι-κομμάτι

θα χτίσω μέσα μου

την επιστροφή σου.

 

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ (του γερο-Ορφανού)

Τα μάτια σου,

μια γαλάζια απορία,

τα χέρια σου,

μια γυμνή αναζήτηση.

Κι όμως, η μοίρα ήταν γραμμένη

μέσα στις παλάμες σου

με τη γραφή του χρόνου

που λησμόνησες,

του χρόνου που σε λησμόνησε

στη στροφή του δρόμου

κι έμεινες έτσι,

παιδί,

με μια γαλάζια απορία στα μάτια,

μ’ ένα αναπάντητο ρώτημα στην καρδιά.

 

ΠΑΡΑΚΜΗ

Ήσουν λιοτρόπι

υπέροχο,

του Βασιλιά του Ήλιου

ακόλουθος πιστός.

Τώρα, οι υπηρέτριες

τρώνε την καρδιά σου

στα πεζοδρόμια

και τους συνοικιακούς

κινηματογράφους.

 

ΟΔΟΣ

Γύρευε ένα κλειδί

χρυσό,

βρήκ’ ένα μπρούτζινο.

Είπε,

δεν έχει σημασία,

αρκεί ν’ ανοίγει η πόρτα·

κι η πόρτα άνοιξε,

ο κήπος όμως

ήταν μαραμένος.

 

ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ (Οδός Εκάτης)

Η είσοδός σου σκοτεινή

σαν θεία βούληση·

η έξοδός σου

ακαθόριστη

σαν λογισμός.

Οι τοίχοι σου

ζωγραφισμένα όνειρα

ο θόλος σου

πιο χαμηλός από το ανάστημα

της προσευχής μας.

Παντού,

θυμιάματα τσιγάρων

και, παντού, μελάνι

που αίμα γίνεται

για των αχράντων μυστηρίων

τη μετάληψη

 

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ

Τα μεσημέρια,

όταν ο ήλιος περνάει τους πόρους,

περνάει τις σάρκες και τα κόκαλα,

φλογίζει τα σπλάχνα·

τα μεσημέρια,

όταν τα κυπαρίσσια μαζεύουν τη σκιά τους απ’ το λιθόστρωτο

και λογχίζουν με πάθος τον πυρακτωμένο ουρανό·

τα μεσημέρια,

όταν οι καμπάνες των εκκλησιών

σιωπούν χαυνωμένες,

μ’ ολάνοιχτα τα τεράστια διψασμένα στόματά τους·

τα μεσημέρια σε γυρεύω

μες στο λαβύρινθο των δρόμων,

σε γυρεύω ασταμάτητα κι ασταμάτητα σε βρίσκω

και σε χάνω και σε χάνω και σε χάνω…

κι όλο απελπίζομαι κι όλο ελπίζω

πως θα σταθείς να ξαποστάσεις

κάτω από μια κερέσμπινη καμάρα

[ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966]

 

ΤΡΕΙΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΗ ΦΘΟΡΑ

 

ΞΕΝΑΓΗΣΗ («Στον τάφο η έπαρσή σου κατέβηκε. Μαζί κι ο αχός κι ο κρότος των μουσικών οργάνων σου» Ησαΐας, Κεφ. ΙΔ΄ 11)

Της ομορφιάς το μήλο

σάπισε

στα χέρια της Αφροδίτης.

Γέμισε ο χώρος

θρυμματισμένα χαμόγελα

κι ο χρόνος

μνήμες ακρωτηριασμένες.

Σκουλήκια ψάχνουν για λείψανα,

δεν βρίσκουν·

αργά-αργά τρων τα θεμέλια

της σιωπής.

Θα πέσει; Δε θα πέσει;

Ο ξεναγός εξηγεί:

Κάποτε υπήρχε εδώ ζωή,

κάποτε…

 

ΤΕΤΜΗΜΕΝΟΣ (Κεραμεικός)

Μεσ’ απ’ το μάτι του,

φύτρωσε

ένα μαβί λουλούδι·

οι μασκάλες του

γέμισαν τσουκνίδες·

στο στόμα του,

τα μυρμήγκια απόθεσαν

ένα ψόφιο σκουλήκι

κι ένας ξένος έσβησε

το τσιγάρο

στην ήβη του.

Λίγο πιο εκεί,

πεταγμένα τα χέρια του

τα πόδια του πεταγμένα,

λες και γδύθηκε

τα μέλη του

για να ’ναι πιο αλαφρύς

ο ύπνος του.

Έτσι όμως

που το κομμάτιασε το όνειρο

έχασε κάθε ελπίδα

γι’ αναστήλωση.

 

ΠΑΡΑΚΜΗ

Η χέρσα γη φαντάζει

σαν ξαναγυρισμένη

στις ηφαιστιακές αρχές της,

στο ξημέρωμα των καιρών.

Μόνος μες στα ερείπια,

μες στις αρχαίες γκρεμισμένες πέτρες,

νιώθω σαν να ’ναι

η δύναμή μου

το τελευταίο στήριγμα

μιας έρημης καταστροφής.

Παντού η ηχώ,

έτοιμη να επαναλάβει

και τον ελάχιστο ψιθυρισμό μου,

παντού ο ήλιος να μεγεθύνει

τη σκιά μου,

μήπως και γεμίσει

τούτος ο χώρος,

μήπως και ξυπνήσουν

οι μαρμαρωμένοι έφηβοι

που χαμογελούν

στις μετόπες

της αφανισμένης πολιτείας.

 

ΗΤΑΝ ΠΑΡΘΕΝΑ Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ: ΕΤΣΙ, ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΞΕ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΔΕΝ ΒΓΗΚΕ ΛΟΓΟΣ, ΜΑ ΕΝΑΣ ΚΡΙΝΟΣ (Ευαγγελισμός)

Άντρας γυμνός αυτός ο βράχος, με τα σγουρά της ήβης θαλασσόχορτα παιχνίδι του νερού (ΑΝΤΡΑΣ)

Τη νύχτα, στην αγκαλιά του ύπνου, σαν πυρωμένα σίδερα σβήνουνε τα κορμιά (ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ)

Σύννεφα σκότωσαν τον ήλιο κι ύστερα κλάψαν το χαμό του (ΒΡΟΧΗ)

Κρατούσα κάποτε ένα μήλο κι ένα μαστό γυναίκειο. Τώρα τα χέρια μου αναπαύονται σ’ ένα άλλο μουσείο (ΑΓΑΛΜΑ) 

Τώρα που η μοναξιά με γύμνωσε έλα και ντύσε με φωνή αγαπημένη (ΠΡΟΣΕΥΧΗ)

Όταν σου ζήτησα νερό  δεν δίψαγα· η πεθυμιά μου ήταν της προσφοράς την προθυμία ν’ απολαύσω (ΚΕΡΔΟΣ)

Δεν κοιταχθήκαμε· τα μάτια μας στο ίδιο όνειρο ήταν ανοιχτά· συναντηθήκαμε (ΦΙΛΙ)

Δεν θέλω γάλα αγαπημένη· μια φέτα δωσ’ μου ουρανό στον ήλιο βουτηγμένη (ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΟΣ)

Οι καμινάδες χέρια ικεσίας στο Θεό της σιωπής· η πολιτεία προσεύχεται μες τη νύχτα (ΣΤΙΓΜΗ)

Γλυκιά, δειλινή ρέμβη στα σκαλοπάτια του φθινόπωρου, κρατώντας στα χέρια, αργοπορημένο πουλί, ένα καλοκαιριάτικο συναίσθημα (ΕΚΛΕΙΨΗ)

Κι όταν μας βρήκε η νύχτα να τραγουδάμε ακόμη τις χάρες του ήλιου, ζήλεψε και μας πετροβόλησε μ’ άστρα (ΤΡΙΖΟΝΙ)

 (ΔΩΔΕΚΑ ΚΟΧΥΛΙΑ ως κατακλείδα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ